- νεκροποιός
- νεκροποιόςkillingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεκροποιός — νεκροποιός, όν (ΑΜ) αυτός που φονεύει, που θανατώνει κάποιον … Dictionary of Greek
νεκροποιόν — νεκροποιός killing masc/fem acc sg νεκροποιός killing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροποιοῖς — νεκροποιός killing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροποιοῦ — νεκροποιός killing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροποιά — νεκροποιός killing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκροποιῶν — νεκροποιός killing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
νεκροποιώ — νεκροποιῶ, έω (Α) [νεκροποιός] φονεύω, θανατώνω … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek